- μετάπτωση
- ηξαφνική αλλαγή θέσης ή κατάστασης: Οι μεταπτώσεις του καιρού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μετάπτωση — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεταπίπτω. Ξαφνική μεταβολή θέσης ή κατάστασης. (Αστρον.). Η ελκτική δύναμη του Ήλιου, καθώς ενεργεί επί του άξονα περιστροφής της Γης, επειδή το μήκος της ισημερινής διαμέτρου της Γης είναι μεγαλύτερο από τη… … Dictionary of Greek
γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
ισότοπα — Ατομικοί πυρήνες που έχουν τον ίδιο αριθμό πρωτονίων, και επομένως τον ίδιο ατομικό αριθμό, αλλά διαφέρουν ως προς τον αριθμό των νετρονίων. Επειδή η ατομική μάζα καθορίζεται από το άθροισμα των πρωτονίων και των νετρονίων του πυρήνα, τα ι. έχουν … Dictionary of Greek
Λάρμορ, Τζόζεφ — (Sir Joseph Larmor, Μαγκεραγκάλ 1857 – 1942). Ιρλανδός φυσικός και μαθηματικός. Διετέλεσε καθηγητής στο Κέιμπριτζ την περίοδο 1885 1932. Αφιερώθηκε στα προβλήματα της μαθηματικής φυσικής και της ουράνιας μηχανικής. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον… … Dictionary of Greek
Μεσμπάουερ, Ρούντολφ Λούντβιχ — (Rudolf Ludwig Messbauer, Μόναχο 1929 –). Γερμανός φυσικός. Σπούδασε στη γενέτειρά του, ενώ από το 1955 έως το 1957 εργάστηκε στο Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ της Χαϊδελβέργης και στη συνέχεια στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας στην Πασαντίνα της Καλιφόρνια,… … Dictionary of Greek
γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… … Dictionary of Greek
γυροσκόπιο — Στερεό που μπορεί να περιστρέφεται γρήγορα γύρω από έναν άξονα, ο οποίος διέρχεται από το κέντρο βάρους του. Το στερεό είναι επίσης συμμετρικό εκ περιστροφής γύρω από τον άξονα αυτό. Μία συνηθισμένη συσκευή γ. είναι αυτή στην οποία ο σφόνδυλος… … Dictionary of Greek
μεταπτωτικός — ή, ό (ΑΜ μεταπτωτικός, ή, όν) [μεταπτωτός] νεοελλ. ο σχετικός με τη μετάπτωση («μεταπτωτικά φαινόμενα») μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεταπτωτικόν η μεταβλητότητα, η αστάθεια αρχ. 1. αυτός που ρέπει προς τη μετάπτωση, ευμετάβλητος, άστατος, ασταθής 2.… … Dictionary of Greek
ραδιενέργεια — Ιδιότητα ορισμένων στοιχείων να αποσυνθέτουν αυτόματα (φυσική ρ.) ή τεχνητά (τεχνητή ρ.) τους ατομικούς πυρήνες, με εκπομπή σωματιδιακών ακτινοβολιών (α και β) και ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (γ). Οι πρώτες μελέτες επί της φυσικής ρ. ανάγονται … Dictionary of Greek